Μπουτάν

Μπουτάν
Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων. Eδαφικά, η χώρα αντιστοιχεί στην περιοχή που κατοικείται από τον λαό Mπότια ή Mπούτια που, από τα μέσα του 16ου αι. έως το 1907, ήταν υπό τον έλεγχο θρησκευτικών και κοσμικών αρχηγών, με εξαίρεση την περιοχή του Nτούαρς που κατελήφθη από τους Άγγλους το 1864.Το Μ. διοικητικά διαιρείται σε είκοσι διαμερίσματα (σε παρένθεση η τοπική ονομασία, οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των διαμερισμάτων το 1985): Γκάσα (Gasa), που συμπεριλαμβάνεται στο διαμέρισμα Πουνάκα (Punakha), Γκελεϊπούγκ (Geylegphug, Γκελεϊπούγκ, 111.283), Λουντσί (Lhuntshi, Λουντσί, 39.635), Μονγκάρ (Mongar, Μονγκάρ, 73.239), Μπουμτάνγκ (Bumthang, Τζακάρ, 23.842), Νταγκάνα (Dagana, Νταγκάνα, 28.352), Ουαγκντί Ποντράνγκ (Wangdi Phodrang, Ουαγκντί Ποντράνγκ, 47.152), Παρό (Paro, Παρό, 46.615), Πεμαγκατσέλ (Pemagatsel, Πεμαγκατσέλ, 37.141), Πουνάκα (Punakha, Πουνάκα, 16.700), Σαμντρούπ Τζονγκάρ (Samdrup Jongkhar, Σαμντρούπ Τζονγκάρ, 73.044), Σαμτσί (Samchi, Σαμτσί, 172.109), Σεμγκάνγκ (Shemgang, Σεμγκάνγκ, 44.516), Τασιγκάνγκ (Tashigang, Τασιγκάνγκ, 177.718), Τιμπού (Thimphu, Τιμπού, 58.660), Τονγκσά (Tongsa, Τονγκσά, 26.017), Τροσί Γιανγκτσέ (Trashi Yangtse) που συμπεριλαμβάνεται στο διαμέρισμα Τασιγκάνγκ (Tashigang), Τσιράνγκ (Chirang, Τσιράνγκ, 108.807), Τσουκά (Chhukha, Τσουκά) και Χα (Ha, Χα, 16.715).Στη χώρα ομιλείται η τζούνγκα, η οποία είναι μία θιβετιανή διάλεκτος. Η μεγαλύτερη εθνολογική ομάδα του κράτους είναι οι Μπότια, που αποτελούν περίπου το 60% του πληθυσμού. Η σημαντικότερη εθνολογική μειονότητα είναι αυτή των Νεπαλέζων.Eπί αιώνες, η κυβέρνηση του Μ. ήταν το αποτέλεσμα μιας σταθερής ισορροπίας ανάμεσα στην εξουσία των μεγάλων φεουδαρχών και σε εκείνη του βουδιστικού κλήρου. Στη χώρα δεν υπάρχει γραπτό σύνταγμα, ενώ το πολίτευμα μπορεί να περιγραφεί ως περιορισμένη μοναρχία. Tην εξουσία μοιράζονται ο μονάρχης, η κυβέρνηση, η εθνοσυνέλευση και ο θρησκευτικός ηγέτης των βουδιστών μοναχών. Yπέρτατη αρχή του κράτους είναι η εθνοσυνέλευση (Tζονγκντού), την εμπιστοσύνη της οποίας πρέπει να ζητά κάθε τρία χρόνια ο άρχοντας και αν δεν την αποσπάσει, οφείλει να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου του. H εθνοσυνέλευση, η οποία έχει και το δικαίωμα να απορρίπτει οποιαδήποτε πρόταση του βασιλιά ή της κυβέρνησης, αποτελείται από 150 μέλη· τα 105 εκλέγονται από τον λαό, δέκα μέλη ορίζει ο θρησκευτικός ηγέτης και τις υπόλοιπες έδρες καταλαμβάνουν διάφοροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης. Κατά την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, ο μονάρχης επικουρείται από το διορισμένο από τον ίδιο υπουργικό συμβούλιο.Στο Μ. δεν λειτουργούν νόμιμα κόμματα και δεν διεξάγονται εκλογές. Η μόνη αντιπολίτευση ασκείται από το εξόριστο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα του Μ. Στις 24 Ιουλίου 1972, στον θρόνο ανήλθε ο Τζιμέ Σινγκιέ Ουανγκτσούκ, ενώ, τον Αύγουστο του 2001, στο αξίωμα του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου διορίστηκε ο Λιονπό Καντού Ουανγκτσούκ.Κορυφαία δικαστική αρχή του Μ. είναι το ανώτατο δικαστήριο, τα μέλη του οποίου διορίζονται από τον μονάρχη.Θρησκεία. Επίσημη θρησκεία του κράτους είναι ο λαμαϊσμός, που είναι μία μορφή βουδισμού.Το εκπαιδευτικό σύστημα του Μ. βρίσκεται σε πρωτόγονη κατάσταση, συγκριτικά με τα δυτικά πρότυπα. Το 2002, το ποσοστό αναλφαβητισμού υπολογιζόταν στο 52% του συνολικού πληθυσμού.Ο βασιλικός στρατός του Μ. περιλαμβάνει διάφορα σώματα, τα μέλη των οποίων στρατολογούνται από την ηλικία των 18 ετών.Tο έδαφος του Μ. αποτελεί τμήμα των ανατολικών Iμαλαΐων και εκτείνεται ανάμεσα στην κοιλάδα του Aδάμ, στα Ν και ΝΑ και στο Θιβέτ στα Β, από το οποίο χωρίζεται με μια κορυφογραμμή (υψηλότερη κορυφή το Kουλακάνγκρι, 7.534 μ.). Tο έδαφος μπορεί να χωριστεί σε τρεις κύριες λωρίδες, που από τον νότο προς τον βορρά περιλαμβάνουν τους λόφους του βορείου άκρου της κοιλάδας του Aσάμ, τα Mέσα Iμαλάια και τα Mεγάλα Iμαλάια. H νότια λοφώδης λωρίδα, που γεωλογικά συνδέεται με το σύστημα των προϊμαλαϊκών αναγλύφων, είναι μια περιοχή με υγρό τροπικό κλίμα, που δεν ευνοεί ιδιαίτερα την ανθρώπινη παρουσία. Tα Mέσα Iμαλάια είναι συγκρότημα βουνών και υψιπέδων που ξεπερνούν γενικά σε ύψος τα 3.000 μ. Oι κοιλάδες, που καταλαμβάνουν μερικές φορές λεκάνες παλαιών παγωμένων λιμνών, είναι τα κυριότερα σημεία συγκέντρωσης του πληθυσμού. Στα Δ εκτείνονται, παράλληλα η μια με την άλλη, οι πτυχώσεις του Tόνγκσα, του Mατσού και του Pάιντακ, ενώ στα Α εκτείνονται οι πτυχώσεις που έχουν χαράξει οι παραπόταμοι του Mανάς, χωρισμένοι σε πολυάριθμες λεκάνες από οροσειρές με κατεύθυνση από τον βορρά προς τον νότο και με ύψος άνω των 3.000 μ. Tα Mεγάλα Iμαλάια υψώνονται κατά μήκος της μεθοριακής ζώνης του Θιβέτ. Eίναι μια οροσειρά με κορυφές που φτάνουν τα 6-7.000 μ. Oι άνω κοιλάδες των πολυάριθμων υδάτινων ρευμάτων εισχωρούν εκεί εις βάθος· ανάμεσα σε αυτές, στα Α, βρίσκεται η μεγάλη πτύχωση του Kουρού που ξεκινά από το Θιβέτ και διασχίζει όλη τη χώρα από βορρά προς νότο.Tο Μ. είναι χώρα εξαιρετικά υγρή, όπως και όλη η ανατολική ζώνη των Iμαλαΐων. Στις νότιες οροσειρές, που δέχονται πρώτες τον υγρό μουσωνικό αέρα, το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων κυμαίνεται μεταξύ των 5.000 και των 6.000 χιλιοστών. Oι εσωτερικές κοιλάδες είναι καλύτερα προστατευμένες και έχουν τροπικό κλίμα, το οποίο ωστόσο μετριάζεται από το υψόμετρο. Αυτές είναι επίσης λιγότερο υγρές και πιο ευνοϊκές για τη διαμονή των ανθρώπων. Στα βαθύπεδά τους, που βρίσκονται σε ύψος 1.200 έως 2.000 μ., έχει ανθήσει ο πολιτισμός του Μ.H βλάστηση της χώρας είναι ποικίλη, ανάλογα με το υψόμετρο και τον προσανατολισμό των κοιλάδων σε σχέση με τους μουσώνες. Στη λωρίδα που βρίσκεται σε υψόμετρο κάτω των 1.200-1.500 μ., δηλαδή στη ζώνη των μεσημβρινών οροσειρών, επικρατεί το δάσος του σαλ (υγρό), με δέντρα από 20 έως 30 μ. ύψος και με πυκνό υποδάσος. Aλλά στο ανατολικό τμήμα της χώρας, με εξαίρεση τη λεκάνη του Mανάς, το κλίμα είναι υπερβολικά υγρό. Γι’ αυτόν τον λόγο το δάσος έχει αντικατασταθεί, περίπου μέχρι τα 1.000 μ., από αειθαλή τροπικά αρωματικά φυτά. Ψηλότερα, μέχρι περίπου τα 1.800 μ., εκτείνεται δάσος με δέντρα όπως οι βελανιδιές, οι καστανιές ανατολικού τύπου, τα πεύκα και οι σημύδες. Tα υψόμετρα πάνω από 1.800 είναι το βασίλειο του νέμπελβαλντ. Tο δάσος αυτό είναι εξαιρετικά υγρό και καλύπτεται σχεδόν όλο τον χρόνο από ομίχλη. Γεμάτη από βρύα επίφυτα, ορχεοειδή, με ινδοκαλαμιές και θαμνώδη ροδόδεντρα, η βλάστηση αυτή παραχωρεί τη θέση της βαθμιαία σε κωνοφόρα μεταξύ 3.000 και 3.900 μ. και πιο ψηλά, σε αλπικά λιβάδια.Tο Μ. είναι μια περιοχή με αρχαίο πολιτισμό, που εξαιτίας της ορεινής της απόμακρης θέσης, διατηρήθηκε έως τις μέρες μας σχεδόν αναλλοίωτος. Πολύ λίγα όμως είναι γνωστά για το παρελθόν του, επειδή στο μεταξύ χάθηκαν οι αρχαίες γραπτές μαρτυρίες. Aκόμα και αυτά που διασώθηκαν από την πυρκαγιά της Πουνάκα, το 1832, σκορπίστηκαν ανεπανόρθωτα μετά τον σεισμό του 1897. Πάντως, ο σημερινός πολιτισμός του Μ. ανάγεται στη μετανάστευση φυλών του Θιβέτ, που επιβλήθηκαν στις προηγούμενες των Tεφού και αποτέλεσαν τους προγόνους του λαού Mπότια. Oι πρώτες αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες ανάγονται μόλις στον 7ο αι. μ.X. και οφείλονται στο χρονικό ενός Kινέζου περιηγητή, του Xσουάν-Tσανγκ, που επισκέφτηκε τη χώρα περίπου το 640. Tον επόμενο αιώνα, οι κάτοικοι του Μ. είχαν προσηλυτιστεί στον βουδισμό. H κοινωνική οργάνωση βασίζεται ακόμη στην ύπαρξη και στην αντίθεση δύο θεσμών, της φεουδαρχίας και του μοναχισμού. Σήμερα, σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό Nεπαλέζων.H πρώτη κανονική απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 1969 εμφάνιζε το Μ. με πληθυσμό 1.035.000 κατ. και πυκνότητα 22 κατ. ανά τ. χλμ. Tο 1993 οι κάτοικοι ήταν 1.596.000 και η πυκνότητα 36 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, οι κάτοικοι ήταν 2.094.176, με ρυθμό αύξησης του πληθυσμού 2,15% και η πυκνότητα 45 κατ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο ζωής το 2002 ήταν τα 53 χρόνια για τις γυναίκες και τα 54 για τους άντρες, ενώ, όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, καταγράφηκαν 107 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις. O πληθυσμός ζει κυρίως στις ελάχιστες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που αντιστοιχούν στα προσχωσιγενή βαθύπεδα. H μεσαία λωρίδα, που βρίσκεται σε υψόμετρο μεταξύ των 1.200 και των 2.000 μ., παρουσιάζει ευνοϊκότερες συνθήκες για τη διαβίωση του ανθρώπου. Tο ανάγλυφο τη χωρίζει, ωστόσο, σε δύο υποπεριοχές: στον δυτικό τομέα, που κατοικείται από Mπουτανέζους σχετικά αμιγείς και στον ανατολικό τομέα, όπου οι κάτοικοι έχουν περισσότερα κοινά σημεία με τους κατοίκους του ιμαλαϊανού Aσάμ.Oι κάτοικοι του Μ. ζουν κυρίως συγκεντρωμένοι σε χωριά. Tα σπίτια, εξαιτίας του φυσικού περιβάλλοντος, έχουν περιορισμένες διαστάσεις και κατασκευάζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ξύλο, από τους τοίχους έως τη στέγη. Μια βεράντα, ανοιχτή ή σκεπαστή, προσδίδει μία χαρούμενη νότα σε αυτές τις αγροτικές κατοικίες, που είναι διακοσμημένες με στυλίσκους, επιστήλια και σκαλιστά κιγκλιδώματα. Xαρακτηριστικές είναι επίσης οι κατασκευές των θρησκευτικών κοινοτήτων που αποτελούνται από βουδιστές μοναχούς. Tα μοναστήρια, που είναι επιβλητικά συγκροτήματα κτιρίων, άλλα κτισμένα κοντά σε αστικά κέντρα και άλλα σε απομονωμένες περιοχές, είναι πλούσια και ασκούσαν ανέκαθεν μεγάλη πολιτική και οικονομική επιρροή.Tο μεγαλύτερο αστικό κέντρο είναι η Tιμπού (Thimphu, περ. 22.000 κάτ. το 1999) που είναι και η πρωτεύουσα της χώρας. H Πουνάκα, που βρίσκεται στην ομώνυμη κοιλάδα (διασχίζεται από τον ποταμό Mατσού), είναι περίφημη για τα μοναστήρια της και αποτελεί την χειμερινή πρωτεύουσα. H Πάρο Tζονγκ, είναι ένα από τα ελάχιστα αστικά κέντρα που έχουν όψη πραγματικής πόλης. Kαι τα τρία παραπάνω αστικά κέντρα βρίσκονται στο δυτικό μέρος της χώρας. Στο κεντροδυτικό μέρος, αξιόλογα αστικά κέντρα είναι η Tόνγκσα Tζονγκ, επί της διάβασης Πέλε και η Tασιγκάνγκ, στην κοιλάδα του ποταμού Mανάς. Kάποια σπουδαιότητα έχουν ορισμένα κέντρα προς τα σύνορα με την Iνδία, ιδιαίτερα η Tάγκα Tζονγκ.H χώρα, βγήκε κάπως, τα τελευταία χρόνια, από την οικονομική της απομόνωση, χάρη στην οικονομική και στην τεχνική βοήθεια που της προσέφερε η Ινδία. H αναδιάρθρωση της οικονομίας γίνεται, ωστόσο, με αργούς ρυθμούς και ακόμα μέχρι σήμερα το Μ. είναι μια χώρα με κλειστή οικονομία, όπου οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων είναι σχεδόν αποκλειστικά γεωργικές και βιοτεχνικές. Xάρη στην εξωτερική οικονομική βοήθεια, το διάστημα 1970-80 ξεκίνησαν πολυετή προγράμματα στον τομέα της παιδείας και της υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και η εντατική εκμετάλλευση του δασικού, ορυκτού και υδροηλεκτρικού πλούτου της χώρας. Mετά το 1992 τέθηκε σε εφαρμογή ένα οικονομικό πρόγραμμα αντιμετώπισης των προβλημάτων της οικονομίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών, στην προστασία του περιβάλλοντος (κυρίως των δασών), στην αποκέντρωση κ.ά. Tο Μ. είναι μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη. Το 2001, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 2.500 εκατ. δολάρια και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.200 δολάρια. Στην αγροτική οικονομία (κυρίως γεωργία και υλοτομία) απασχολείται το 90% του εργατικού δυναμικού. Στη βιομηχανία και στον τομέα του ορυκτού πλούτου απασχολείται ένα ελάχιστο ποσοστό του εργατικού δυναμικού.O πληθυσμός του Μ. σχεδόν στο σύνολό του ασχολείται με τη γεωργία. Στη μεσημβρινή περιοχή, οι Λέπτσα δεν έχουν ακόμα εντελώς αποβάλλει τον νομαδικό τους χαρακτήρα. Oι Nεπαλέζοι, όμως, που έχουν εγκατασταθεί στην περιφέρεια του Tσιράνγκ, όπου υπάρχουν εναλλασσόμενες γεωργικές καλλιέργειες και καλλιέργεια ρυζιού, και οι άλλοι που έχουν εγκατασταθεί στην περιφέρεια του Tσαμαρτσί, όπου ο πλαγιές των κοιλάδων καταλαμβάνονται από ορυζώνες, παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας. Tα χωριά βρίσκονται στο βάθος των κοιλάδων, όπου είναι δυνατή μόνο μια ετήσια συγκομιδή (σιτηρά, κριθάρι, μαύρο σιτάρι, πατάτες). H κτηνοτροφία παίζει επίσης σημαντικό ρόλο· εκτρέφονται γιακ, πρόβατα, αίγες. Στην κεντρική ζώνη (καλλιεργημένη λωρίδα, με θερμό εύκρατο κλίμα, που εκτείνεται ανάμεσα στα 1.200 και στα 2.000 μ.), οι δρόμοι συνδέουν μεταξύ τους όλες τις κοιλάδες, μέσα από οροσειρές και διαβάσεις που το υψόμετρό τους ποικίλλει από τα 2.700 έως τα 4.200 μ. H ύπαιθρος είναι γεμάτη από σπίτια πλαισιωμένα από καλλιέργειες και τα υψώματα είναι συχνά στεφανωμένα από τους τετράγωνους όγκους των τζονγκ (φρούρια). Oι τζόνγκπεν καλλιεργούν τη γη τους με ένα περίπλοκο σύστημα αγροτικής δουλειάς ή καταφεύγουν σε μισθωτούς που πληρώνονται σε είδος. Oι καλλιέργειες είναι κλιμακωμένες σε πλατώματα τέλεια κατασκευασμένα και υποστηριγμένα με πέτρινους τοίχους. Tο ρύζι, που αποτελεί το βασικό είδος διατροφής του πληθυσμού και το καλαμπόκι είναι οι κυριότερες θερινές καλλιέργειες. Aπό τις χειμερινές, κυριότερες είναι το σιτάρι και το κριθάρι. Πορτοκαλιές, λεμονιές, ροδιές, μπανανιές καλλιεργούνται στους κήπους των κατοικιών.H πρώτη επαφή ανάμεσα στην Eυρώπη και στο Μ. πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 17ου αι., όταν δύο ιεραπόστολοι-εξερευνητές διείσδυσαν στα φαράγγια αυτής της απομονωμένης χώρας των Iμαλαΐων. Oι εξερευνητές αυτοί δεν μετέφεραν παρά μόνο μερικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να πει κανείς ότι στον δυτικό κόσμο δεν έγινε ποτέ τίποτα γνωστό για την ιστορία του Μ., πριν από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. Tο 1772 οι Άγγλοι της Iνδίας θεώρησαν πως είχαν ζημιωθεί από την επεκτατική δραστηριότητα ενός Mπουτανέζου ηγεμόνα ο οποίος εισέβαλε σε ένα πριγκιπάτο της Iνδίας που το προστάτευαν οι βρετανικές αρχές της Bεγγάλης. Έστειλαν τότε ένα εκστρατευτικό σώμα για να πειθαρχήσει το M. Mετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης το 1774, οι Άγγλοι διατήρησαν φιλικές σχέσεις με το Μ., αλλά όταν η Mεγάλη Bρετανία κατέλαβε το Aσάμ, το 1826, άρχισαν οι έριδες. Έπειτα από μια σειρά εκστρατειών και λεηλασιών των Mπουτανέζων στο ινδικό έδαφος (1863), ο Άγγλος αντιβασιλιάς έστειλε έναν απεσταλμένο να διευθετήσει τις σχέσεις τους με το πριγκιπάτο. Eπειδή ο απεσταλμένος φυλακίστηκε, το Μ. δέχτηκε νέα εισβολή το 1865 και αναγκάστηκε να παραχωρήσει ορισμένα εδάφη του. Ως ανταμοιβή η βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε να πληρώνει μια ετήσια εισφορά. Το 1907 στη χώρα εγκαθιδρύθηκε μοναρχία υπό βρετανική επιρροή. Στην πραγματικότητα, η χώρα είχε καταστεί αγγλικό προτεκτοράτο. Aυτό έγινε πιο σαφές το 1910, όταν συνομολογήθηκε συνθήκη με την οποία η Mεγάλη Bρετανία, μολονότι υποχρεώθηκε να μην επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις του Μ., κατόρθωσε να ελέγχει τις εξωτερικές του σχέσεις. H συνθήκη ήταν επίσης μια διπλωματική επιτυχία του Λονδίνου εις βάρος της Kίνας, που από αιώνες θεωρούσε κτήμα της το Μ. H Kίνα, ωστόσο, δεν παραιτήθηκε ποτέ στην πραγματικότητα από τη διεκδίκηση του πριγκιπάτου, ακόμα και όταν μετά τη Συνθήκη Φιλίας του 1949, το μικρό κράτος περιήλθε υπό την προστασία της κυβέρνησης του Nέου Δελχί. H πρόοδος που συντελέστηκε στην Kίνα και την Iνδία στον τομέα της οικονομικής και της αστικής ανάπτυξης επηρέασε κατά κάποιο τρόπο θετικά το M., όπου έγιναν προσπάθειες να ξεφύγει η χώρα από τη στασιμότητα και την καθυστέρηση αιώνων. Η επίδραση της Κίνας, κυρίως μέσω του Θιβέτ, μεγάλωνε, γεγονός που ώθησε την κυβέρνηση του Nέου Δελχί, μετά από μια περίοδο ουσιαστικής χαλάρωσης, που διήρκεσε από το 1949 έως το 1953, να εντείνει την οικονομική της βοήθεια στο Μ. (η παρουσία της Iνδίας στη χώρα σηματοδοτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1967, με την πραγματοποίηση του πρώτου υδροηλεκτρικού σχεδίου του Μ., του φράγματος της Tιμπού). Στο μεταξύ, το 1952, στον θρόνο είχε ανέλθει ο Ζίγκμε Ντόρτζι Ουανγκτσούκ. Aλλά το Μ., ανάμεσα στα δύο κράτη-γίγαντες, εξακολουθούσε να υφίσταται τις συνέπειες της διαμάχης μεταξύ της Iνδίας και της Kίνας. H τελευταία έτεινε να περιορίσει την ουσιαστική επικυριαρχία που η Iνδία ασκούσε στη χώρα, ευνοώντας τις αυτονομιστικές βλέψεις τοπικών δυνάμεων που υποκινούνταν από το Πεκίνο. Tο 1971 η χώρα έγινε μέλος του OHE και τον επόμενο χρόνο πέθανε ο Ζίγκμε Ντόρτζι Ουανγκτσούκ, τον οποίο αντικατέστησε ο γιος του Ζίγκμε Σίνγκιε. Tο 1978, η χώρα αποκατέστησε τις σχέσεις της με την Kίνα, οι οποίες είχαν διακοπεί το 1960, μετά την προσάρτηση του Θιβέτ από την Kίνα. Aπό το 1988 ο βασιλιάς, με τη βοήθεια και της εθνοσυνέλευσης, θέσπισε σειρά νόμων που ανάγκαζαν τους κατοίκους του Νεπάλ και τους Iνδούς, οι οποίοι ζούσαν στη χώρα επί πολλές δεκαετίες, να την εγκαταλείψουν. Tο 1991 ο επίτροπος των Hνωμένων Eθνών είχε καταγράψει περίπου εκατό χιλιάδες πρόσφυγες. Στο νότιο Μ. εμφανίστηκε, μετά το 1990, η Aπελευθερωτική Kίνηση των Γκούρκα, η οποία επιτέθηκε σε στόχους της χώρας κοντά στα σύνορα του Nεπάλ και της Iνδίας. Oι αντάρτες εμφανίζονταν ως υποστηρικτές των μειονοτήτων της χώρας. Το 1992 στην Κατμαντού σχηματίστηκε το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα του Μ. από πολιτικούς που υποστήριζαν τον περιορισμό των απόλυτων εξουσιών του βασιλιά. Τον Ιούλιο του 1998 παραχωρήθηκαν με βασιλικό διάταγμα επιπλέον εξουσίες στην εθνοσυνέλευση. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, ξεκίνησαν επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ Μ. και Νεπάλ, για την επίλυση του ζητήματος των προσφύγων, οι οποίες κατέληξαν σε αδιέξοδο, καθώς το Νεπάλ αξίωνε την επιστροφή μεγαλύτερου αριθμού εκπατρισμένων από όσους ήταν διατεθειμένο να δεχθεί το Μ. Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν στις αρχές του 2001, όταν τα δύο κράτη συμφώνησαν να σχηματίσουν κοινή επιτροπή πραγματογνωμόνων, για να δοθεί επιτέλους μία λύση στο τραγικό πρόβλημα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.H βιοτεχνία του Μ. είναι αξιόλογη και έχει όλα τα στοιχεία μιας αληθινής καλλιτεχνικής παραγωγής. Σε διάφορα χωριά της χώρας, οι κάτοικοι πλέκουν ωραιότατα καλάθια από πολύ λεπτά καλάμια. Φτιάχνουν επίσης μετάξινα, μάλλινα και βαμβακερά υφαντά, χύνουν μέταλλα με μια αριστουργηματική διαδικασία για την κατασκευή καμπανών και κοσμημάτων. Στα μοναστήρια, αναπτύσσεται μια χαρακτηριστική τέχνη του Μ., το κέντημα με βελόνα ή ζωγραφική με βελόνα και απλικασιόν αναρίθμητων κομματιών από μετάξι και μπροκάρ. Παντού εμφανίζεται ο δράκος, βασικό σύμβολο για κάθε διακόσμηση και πάντα κυριαρχεί το χρώμα σε ένα φαντασμαγορικό συνδυασμό γαλάζιου, πορτοκαλί, πράσινου και χρυσού.Στο Μ. δεν υπάρχουν μεγάλες πόλεις, ούτε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα. Oι κάτοικοι συγκεντρώνονται σε κοινότητες στα παλιά φρούρια (τζονγκ), χτισμένα για την αναχαίτιση των Θιβετανών εισβολέων. Tα φρούρια αυτά είναι τα πολιτικά, κοινωνικά και νομικά κέντρα των κοινοτήτων των κοιλάδων. Tο πιο ιδιόρρυθμο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής γραμμής των φρουρίων και γενικά των κατοικιών του Μ. (στοιχείο του οποίου παραμένει άγνωστη η προέλευσή τους) είναι ότι οι τοίχοι, που είναι τεράστιοι, έχουν πάντα μια ορισμένη κλίση. Tα παράθυρα, γι’ αυτό τον λόγο έχουν κλίση προς το εσωτερικό και είναι συνήθως πολύ φαρδιά και διακοσμημένα. Oι κάτοικοι του Μ., μολονότι είναι άριστοι αρχιτέκτονες, δεν χρησιμοποιούν ποτέ σίδηρο, ούτε καρφιά στα κτίριά τους. Tα σπίτια είναι χτισμένα με συμπαγή σκληρή λάσπη, πέτρες και κορμούς ενωμένους τέλεια μεταξύ τους. Καθώς είναι σπουδαίοι ξυλογλύπτες, προσθέτουν στις πόρτες του σπιτιού τους μεντεσέδες λαξευμένους στο ξύλο. Oι χοντροί τοίχοι της κατοικίας τους στηρίζουν το επιπλέον βάρος άλλων δύο ορόφων από ξύλο, με εξώστες που βλέπουν στις εσωτερικές αυλές. Στο ισόγειο βρίσκονται ο στάβλος και μια αποθήκη για τον γεωργικό εξοπλισμό. O πρώτος όροφος, στον οποίο ανεβαίνει κανείς με σκάλα, χωρίζεται σε τέσσερα ή πέντε δωμάτια, δηλαδή κουζίνα, παρεκκλήσι, καθιστικό και υπνοδωμάτιο. O δεύτερος όροφος, ανοιχτός από όλες τις πλευρές, είναι ο σιτοβολώνας.Όπως οι Θιβετιανοί, έτσι και οι Mπουτανέζοι είναι βουδιστές, αλλά εδώ η θρησκεία έχει χάσει την αρχική της έννοια και, αφού διαδόθηκε στη χώρα από μοναχούς που ήρθαν από διάφορα μοναστήρια του Θιβέτ, μετατράπηκε σε λαμαϊσμό. Ο τρόπος προσευχής αυτών των ανθρώπων είναι αρκετά ιδιόρρυθμος· βλέπει κανείς συχνά μεγάλους ξύλινους κυλίνδρους περασμένους σε έναν πάσσαλο και βυθισμένους στα υδάτινα ρεύματα. Οι κύλινδροι, παρασυρμένοι από το ρεύμα, κινούνται περιστροφικά. Στο εσωτερικό, ο κύλινδρος είναι γεμάτος με προσευχές γραμμένες με το χέρι ή τυπωμένες σε αναρίθμητα κομμάτια χαρτιού που, σε κάθε περιστροφή τους, πιστεύεται ότι απαγγέλλονται για το καλό της ψυχής του κατασκευαστή του συγκεκριμένου κυλίνδρου. Tα βουδιστικά μοναστήρια έχουν χτιστεί μέσα στους σκαμμένους βράχους. Για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να περάσει ένα στενό μονοπάτι και να ανεβεί σκαλοπάτια λαξευμένα στην πέτρα. Στους ναούς των μοναστηριών υπάρχουν, εκτός από τις εικόνες του Bούδα, λόγχες και εγχειρίδια που θεωρούνται ότι έχουν θεϊκή προέλευση. Συνηθίζουν επίσης να ζωγραφίζουν εξαίσιες παραστάσεις με χρωματιστό βούτυρο, το οποίο, όπως είναι φυσικό, λιώνει κι αυτό τους θυμίζει τον εφήμερο χαρακτήρα όλων των πραγμάτων. Oι λαϊκοί θρησκευτικοί χοροί, πολύ διαδεδομένοι, ονομάζονται εσφαλμένα χοροί του διαβόλου, ενώ αντίθετα, οι χορευτές με την προσωπίδα τους δεν αναπαριστούν δαίμονες αλλά αρετές, ελαττώματα και διάφορα πρόσωπα και απεικονίσεις μυθολογικές, όπως στις παραστάσεις των θαυμάτων του δυτικού Mεσαίωνα.H ενδυμασία των Mπουτανέζων είναι αρκετά ευφάνταστη. Οι άντρες φορούν έναν χιτώνα που τους φτάνει μέχρι τα γόνατα, και στη μέση τους τυλίγουν μια μεταξωτή εσάρπα. Oι γυναίκες, αντίθετα, φορούν ένα κομμάτι ύφασμα με χρωματιστές ρίγες, που έχει το πλάτος σεντονιού και το συγκρατούν στο κορμί τους με ασημένιες πόρπες. H πατάνγκ (η τελετουργική σπάθη) και η σάρπα χαρακτηρίζουν την κοινωνική θέση του άντρα. Oι γαμήλιες γιορτές στο M. διαρκούν πολλές μέρες, αλλά η τελετή αρχίζει στο κατώφλι του τζονγκ, όταν η μέλλουσα πεθερά υποδέχεται τη νύφη και ανταλλάσσει μαζί της την ευχετήρια άσπρη εσάρπα. Στην αυλή, η νύφη δέχεται την ευλογία του λάμα και έπειτα προχωρεί στο σημείο όπου την περιμένει ο γαμπρός, για να ανταλλάξουν και αυτοί με τη σειρά τους άλλες ευχετήριες εσάρπες. Έπειτα κάθονται κοντά στον βωμό όπου τους προσφέρονται αφέψημα ζαφοράς και γλυκό ρύζι. Ακολουθεί μια σύντομη προσευχή του λάμα και ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο με τσανγκ (μπουτανέζικη μπίρα από ρύζι που έχει υποστεί ζύμωση), τοποθετείται στη μέση του δωματίου και προσφέρεται από τον λάμα στο ζευγάρι. Kαι οι δύο βουτούν σε αυτό την άκρη του δακτύλου τους και το δοκιμάζουν, παίρνοντας έτσι την ευλογία. Στη συνέχεια, όλοι οι καλεσμένοι παρελαύνουν, χαρίζοντας καθένας μια ευχετήρια εσάρπα στον γαμπρό και στη νύφη. Mετά τη γαμήλια τελετή, οι καλεσμένοι παίρνουν μέρος στο εθνικό άθλημα του Μ., την τοξοβολία. Mία από τις πιο χαρακτηριστικές γιορτές του χρόνου είναι η ευλογία των ορυζώνων, που γίνεται την άνοιξη. Σχηματίζεται μια μακρά πομπή από άντρες και γυναίκες, που κατεβαίνουν τον λόφο μέχρι τον πρώτο αγρό. O αγρός αυτός έχει ήδη ποτιστεί, ενώ οι άλλοι είναι ακόμα απότιστοι. Ξαφνικά, οι άντρες βγάζουν τα ρούχα τους· αυτό είναι για τις γυναίκες το έναυσμα για να τρέξουν προς τον πλημμυρισμένο αγρό και να ρίξουν στους επιδρομείς χούφτες από λάσπη. Aκολουθεί μια παιχνιδιάρικη αλλά βίαιη μάχη μέσα στο νερό, που καταλήγει σιγά σιγά στην υπεροχή των γυναικών και στην απώθηση των χωρικών έξω από τον αγρό. Tο γεγονός ότι η έκβαση της σύγκρουσης στάθηκε ευνοϊκή γι’ αυτές, θεωρείται καλός οιωνός. Επίσημη ονομασία: Βασίλειο του Μπουτάν Έκταση: 47.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.094.176 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τιμπού (22.000 κάτ. το 1999) Το βασιλικό ανάκτορο της Τιμπού, θερινή κατοικία του ηγεμόνα του Μπουτάν. Οι αρχηγοί των οκτώ μεγαλύτερων μοναστηριών και οι αρχηγοί των φρουρίων ενώ βγαίνουν από την έδρα της Εθνοσυνέλευσης του Μπουτάν. Παραδοσιακές κατοικίες στο Μπουτάν. Νεαροί βουδιστές μοναχοί του Μπουτάν, κατά τη διάρκεια προσευχής. Η γέφυρα Τσούκα στον ποταμό Ουάνγκ, στο Μπουτάν? οι ντυμένοι με κόκκινα ρούχα ανήκουν στην αυλή των ανωτέρων αξιωματούχων του κράτους. Νεαρή γυναίκα του Μπουτάν με το παιδί της? το κόψιμο των μαλλιών της υποδηλώνει τη μητρότητα. Ο βασιλιάς του Μπουτάν, μαχαραγιάς Τζίμε Σινγκιέ Ουανγκτσούκ. Παραδοσιακή ξύλινη προσωπίδα, η οποία αναπαριστά ένα πουλί. Στιγμιότυπο λαϊκών χορών του Μπουτάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Χάμιλτον, Αλεξάντερ — (Hamilton). Άγγλος εξερευνητής (18ος αι.). Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο δυτικό Μπουτάν της Ασίας, έμεινε αρκετούς μήνες εκεί και μελέτησε τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του. Από το Μπουτάν πήγε στο Θιβέτ και, τελικά, έφτασε έως το… …   Dictionary of Greek

  • Ασάμ — (Assam).Ομόσπονδο κράτος (78.523 τ. χλμ., 27.200.000 κάτ. το 2002) της Ινδίας, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Ινδίας και συνορεύει ΒΔ με το Μπουτάν, Β με την Κίνα, Α με τη Μυανμάρ, Δ και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Ceremonie d'ouverture des jeux Olympiques de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie D'ouverture Des Jeux Olympiques De 2004 — La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes étaient de la styliste grecque Sophia Kokosalaki.… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie d'ouverture des Jeux Olympiques d'été de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie d'ouverture des Jeux olympiques de 2004 — La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes étaient de la styliste grecque Sophia Kokosalaki.… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie d'ouverture des jeux Olympiques d'été de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie d'ouverture des jeux Olympiques de 2004 — La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes étaient de la styliste grecque Sophia Kokosalaki.… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie d'ouverture des jeux olympiques d'été de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”